(Βασισμένο σε κορμό ξένης δημοσίευσης)
Στα δικά μας παιδικά χρόνια στους Μολάους νερό πίναμε από τη βρύση και ήταν καλύτερο από το σημερινό εμφιαλωμένο. Ήταν όλο από τα "ποταμάκια".
Όταν καβαλάγαμε τα ποδήλατά μας δεν φορούσαμε κράνη.
Βάζαμε στο στόμα οτιδήποτε θέλαμε να κόψουμε (με τα δόντια) να τραβήξουμε ή να μπαλώσουμε.
Τρώγαμε ψωμί με βούτυρο, γλυκά απίθανα και πατάτες τηγανητές με το τσουβάλι και δεν ήμασταν ποτέ παχύσαρκοι, γιατί τρέχαμε συνεχώς έξω, παίζαμε, δεν καθόμασταν στον καναπέ ή στο κομπιούτερ.
Ένα μπουκάλι έφθανε να μας ξεδιψάσει όλους. Από στόμα σε στόμα. Κανείς μας δεν πέθανε απ' αυτό.
Φεύγαμε στις κατηφόρες με κάτι ιδιοκατασκευές ή ποδήλατα χωρίς φρένα, λες και δεν υπήρχε αύριο. Γκρεμοτσακιζόμασταν. Ματώναμε. Σπάγαμε χέρια και πόδια. Πονούσαμε. Κλαίγαμε. Και, νά 'μαστε ακόμα ζωντανοί. Και ωραίοι.
Φεύγαμε από το σπίτι το πρωί και επιστρέφαμε λίγο πριν νυχτώσει. Κανείς δεν μας γύρευε. Ήξεραν ότι θα επιστρέφαμε.
Δεν είχαμε ούτε Play Station, ούτε τόσα κανάλια στην τηλεόραση, ούτε κινητά τηλέφωνα ούτε προσωπικούς υπολογιστές ούτε chat rooms για μοναχικές ψυχούλες στο Ιντερνετ. Είχαμε φίλους και γυρνάγαμε "κοπάδια" μαζί τους όλη μέρα. Πλακωνόμασταν στο ξύλο. Ξύλο άγριο, μιλάμε. Σχεδόν κανένας δεν πήγαινε στη μάνα ή στον πατέρα του για να καταγγείλει εκείνον από τον οποίον τις έφαγε.
Πηγαίναμε περπατώντας στα σπίτια των φίλων μας και στο σχολείο. Δεν μας έτρεχε η μαμά κι ο μπαμπάς με το αυτοκίνητο.
Όταν δεν είχαμε τι παιχνίδι να παίξουμε, ανακαλύπταμε καινούργια. Με ξύλα, με λαστιχάκια, με μπαλάκια, με πέτρες, με νερό, με...τίποτα. Το παιχνίδι θέλει φαντασία. Κι εμείς τη δική μας φαντασία την δουλεύαμε. Είχαμε ελευθερία, αποτυχίες και επιτυχίες . Και μάθαμε να τα χειριζόμαστε όλ' αυτά καλά. Είμαστε η γενιά που στερήθηκε πολλά, αλλά είχε τα ΠΑΝΤΑ.
Η νέα γενιά είναι σίγουρα καλύτερη αλλά να βρε παιδί μου ...τις λείπει το τσαγανό. Ίσως σήμερα να μη χρειάζεται. Δεν ξέρω. Ίσως τσαγανό εννοώ μια ξεπερασμένη σήμερα μαγκιά.