* Μια γριά ελιά.

13 Σχόλια από αναγνώστες

Μετά τις πρώτες βροχές, άρχιζε στο σπίτι ο σχετικός αναβρασμός.
Τα λιόπανα έβγαιναν δειλά – δειλά και καταλάμβαναν τις αυλές για να διαπιστωθεί αν διατήρησαν την αρτιότητά τους γλιτώνοντας από τα τρωκτικά του καλοκαιριού ή για να ξαναθυμίσουν στους νοικοκύρηδες τις διορθώσεις που μετέθεσαν τον χειμώνα για …αργότερα. Τρύπα εδώ, τρύπα ξανά, τρύπα παραπέρα. Διορθώσεις αμέτρητες. Μπάλωμα στο μπάλωμα. Το ίδιο και τα σακιά. Κάτι πάνινα από λινάτσα (που να βρεθεί τότε το νάιλον) και κάτι τεράστια που ‘μείνεσκαν’ από τ’ αλεύρια. Συναρμολόγηση με φαντασία. Μισό απ’ αυτό, μισό από ‘κείνο, ράψε στη τρύπα και κομμάτι απ’ το παλιό σεντόνι που καλύπτει ένα χρόνο τώρα όποια τρύπα φανερωθεί και οπουδήποτε, με τις περισσευάμενες σάρκες του. Χρόνια με ευρεσιτεχνίες, χρόνια με το μυαλό να βγάζει αποτέλεσμα από το πουθενά, χρόνια που το έτοιμο ήταν άγνωστο.
- Αρχίσατε;
- Μπα, νωρίς είναι ακόμη. Να μπει ο Δεκέμβρης και βλέπουμε.
Να δίνουν και να παίρνουν οι παραπάνω διάλογοι. Και οι ανυπόμονοι να πιέζουν.
- Οι …τάδε βγήκαν. Εμείς τι περιμένουμε;
- Αφού είναι άγουρες ακόμη. Να τις μαζέψω πράσινες;
Ναι αλλά δεν είχαμε μόνο τις δικές μας (ελιές). Οι συνεταιρισμοί πήγαιναν κι έρχονταν. Με τον θείο, το γείτονα, το φίλο. Μια του ενός και μια του άλλου. Εδώ που τα λέμε, τι ελιές να μαζέψεις με ένα λιόπανο, δύο λανάρια (αυτά με τις πρόκες) και τέσσερα σακιά; Τόσα είχε το κάθε σπίτι (αν τα ‘χε). Τα βάζαμε λοιπόν μαζί με του άλλου και να σου συμπληρώνονταν τα εργαλεία.

Χωρίς παιδικούς σταθμούς και τα σχετικά ‘πάρκινγκ’ για ‘μας, όλη η οικογένεια στο χωράφι. Μικροί μεγάλοι.

Πρωί – πρωί άρχιζε το πανηγύρι. Πιτσιρίκι όπως ήμουν για να αποχωρισθώ το φουστάνι της μάνας μου και να την αφήσω να ρίξει καμιά ‘σκαλιά’ μου έστρωναν ένα στράστο ή κάνα σακί, μου έριχναν και ένα κλαδί με ελιές να απασχολούμε για να βρίσκουν οι μεγάλοι την ησυχία τους και να μαζεύουν απρόσκοπτα.

Αργότερα μεγαλώνοντας άρχισα να ξεθαρρεύω. Επέκτεινα την επικράτεια μου πέρα από τα φυσικά σύνορα των χωραφιών και οριοθέτησα τα δικά μου …έως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Μέχρι εκεί ήθελα να παίζω, μέχρι εκεί να φτάσω και να ικανοποιήσω την περιέργεια μου. Χορταίνει το παιδί παιχνίδι;

Και το βράδυ στο εργοστάσιο; Αυτή η μυρουδιά, αυτό το άρωμα που δεν ξεχνιέται από το λάδι που δραπέτευε απ’ τα τσαντίλια. Το φρέσκο, το αγνό, με τα λιοκόκκια δίπλα ζεστά να καπνίζουν ακόμη. Που να τα νιώσεις αυτά στα νέας τεχνολογίας φυγοκεντρικά… ας είναι.

Τότε τα δέντρα είχαν συναίσθημα. Πως ξεχωρίζει ο βοσκός τα ζώα του; Κάπως έτσι ήταν και για ‘μας η σχέση μας με κάποια απ’ αυτά. Θυμάμαι τη μία, τη μεγάλη. Αυτή δίπλα στο καλύβι του παππού. Αυτή ήταν το καμάρι του. Κατέβαζε πάνω από δέκα σακιά τη φορά. Και το καλοκαίρι μετατρέπονταν σε κάστρο. Μαζί με τα γειτονάκια από τις διπλανές καμάρες και καλυβάκια που αυτή την εποχή έσφυζαν από ζωή σχηματίστηκε η συμμορία. Η συμμορία της τσογλαναρίας που αναζητούσε βάση. Δεν θυμάμαι ποιος τη διάλεξε αλλά όλοι συμφώνησαν. Στην μεγάλη ελιά(!), ακούσαμε και συμφωνήσαμε με μιας. Απάνω της!

Το πρώτο όταν καταλαμβάνει κάποιος κάτι, είναι να σηκώσει την παντιέρα του. Από τους Αμερικάνους στο φεγγάρι έως τον Πούτιν στο βυθό των πόλων, εμείς θα μέναμε πίσω; Πως διάβολο ανέβηκε εκεί πάνω και στέριωσε το κλαδί από την γκοριτσιά, κρέμασε τη φανέλα του σ’ αυτό για σημαία, ένας θεός ξέρει! Παρεμπιπτόντως η φανέλα δεν κατέβηκε ποτέ από ‘κει πάνω. Ούτε αυτός, ούτε κανένας άλλος δεν τόλμησε να φτάσει ξανά τόσο ψηλά στη γριά ελιά. Και αν θυμάμαι καλά, κάθε μέρα τις έτρωγε απ’ τη μάνα του που πήγε η φανέλα τζάμπα (λες και τις είχαμε πολλές).

Ανεβαίνοντας διαμορφώναμε το χώρο του καθ’ ενός σπάζοντας τα κλαδιά της. Με πουρνάρια και κορμούς από αθάνατα σχηματίστηκαν τα πρώτα μικρά πατώματα. Αν έπεφτε στα χέρια μας καμιά κλεψιμαίικη πρόκα η σχοινί τότε τα σταθεροποιούσαμε κι όλας. Να η μία πρόκα, να και μια δεύτερη και μια τρίτη… Η γριά ελιά δεν έδειχνε τον πόνο της. Είχε μια μεγάλη αγκαλιά για όλη την πιτσιρικαρία.

Εκτός απ’ τους δικούς μας κανείς δεν ήξερε για την μικρή κοινωνία πάνω της. Μας έκρυβε όλους στην αγκαλιά της. Άκουγες φωνές και δεν έβλεπες άνθρωπο. Είχαμε ‘κόψει’ πολλές φορές τη χολή στις κουτσομπόλες που έπιναν τον απογευματινό καφέ παραδίπλα.

Τα χρόνια πέρασαν και το καλύβι του παππού κατάλαβε ότι από κάποια στιγμή και μετά το αφεντικό του έφυγε για το μεγάλο ταξίδι αφού δεν ξαναείδε κόσμο. Η γριά ελιά ένιωθε κάποιους να περνούν μια φορά το χρόνο και να τη στραγγίζουν από τα παιδιά της, τους καρπούς της. Δεν τους ήξερε, δεν τους καταλάβαινε. Τα άλλα, τα δικά της παιδιά γελούσαν και ασχολούνταν μαζί της όλο το καλοκαίρι. Αυτοί μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνει και τα λιγοστά Ελληνικά τους είναι σπαστά. Εκατοντάδες χρόνια στην ίδια θέση έμαθε τη γλώσσα αλλά και την ιστορία αυτού του τόπου.

Το κτήμα πέρασε στο θείο. Πριν καιρό την επισκέφτηκα. Διάλεξα να πάω μόνος. Οι αναμνήσεις σε κάνουν ευάλωτο. Δεν ήθελα να κοκκινίσω μπροστά στους ανθρώπους μου. Ήταν η ίδια. Εγώ είχα αλλάξει. Μια ζωή δική μας, μια στιγμή γι’ αυτά τα δέντρα. Τα συναισθήματα μου με έπνιξαν. Ο κόμπος δεν έφευγε απ’ το λαιμό. Έφυγα, δεν ξέρω αν άφησα κάτι εκεί, δεν ξέρω πόσα πήρα μαζί μου.

Εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ καίγονταν όλη η Ελλάδα. Ελαιώνες στην Εύβοια και τη Ζαχάρω γίνονταν στάχτη. Οι φλόγες έτρωγαν τις σάρκες από τα’ αδέλφια της.

Άραγε το ήξερε;

* Ζεστά κουλουράκια Νοεμβρίου. Επιγραμματικά.

5 Σχόλια από αναγνώστες

Φεύγουν κι έρχονται! Με τη λήξη της παρέλασης των μαθητών άρχισε η παρέλαση των κυβόλιθων. Με αρχή το δρόμο του Ειρηνοδικείου, άρχισε το ξήλωμα αυτών που προϋπήρχαν (είχαν τοποθετηθεί πριν ένα χρόνο περίπου).
Σκοπός; Η αντικατάστασή τους με νέους που όπως διατείνονται οι "δημαρχεύοντες" πληρούν προδιαγραφές μεγαλύτερης αντοχής διαθέτοντας ειδική επίστρωση κατάλληλη για τη διέλευση τροχοφόρων, κάτι που οι προηγούμενοι δεν! Θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν άλλαξε απλά ο Μανολιός κλπ και ότι υπάρχει βάση σε αυτά που λέγονται. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι πολλοί (και ιδίως οι επαγγελματίες) που συγκρίνουν τις πριν και τις τωρινές τοποθετήσεις διαπιστώνουν με όση γνώση μπορεί να έχει ο καθ’ ένας, ότι αυτή τη φορά υπάρχει μεγαλύτερη μεθοδικότητα στο έργο. Άντε και σ’ ανώτερα και βέβαια όχι "και του χρόνου".
Τελειώνει; Από υπάλληλο σχετικό με το χώρο μάθαμε ότι η επέκταση του σχεδίου πόλεως βρίσκετε στη τελευταία φάση της ολοκλήρωσης. Μάλιστα ανέφερε ότι οι ενέργειες (εμείς ρωτάμε όλες;) που ήταν να γίνουν από το Δήμο ολοκληρώθηκαν και τώρα βρίσκεται στη φάση της δημοσίευσης.

Λέτε το 2007 να κλείσει με γρήγορο finis της νέας Δημοτικής Αρχής;
Αν ο Άγιος Βασίλης καταφέρει να προσγειώσει το έλκηθρο του σε τελειωμένη και φωταγωγημένη πλατεία και μπορέσει να ενημερωθεί για τους νέους δρόμους που θα τον περιμένουν του χρόνου στα οικόπεδα γύρω απ’ τους σημερινούς Μολάους, τότε θα μιλήσουμε για χειροπιαστά αποτελέσματα. Επειδή στο τέλος κάτι "απρόοπτο" τα χαλάει όλα, πειράζει που κρατάμε ακόμη μια "πισινή"; Με όσα έχουν προηγηθεί το καλάθι μας έχει μικρύνει.
Επιτέλους έως το τέλος του 2007 ας διαψευστούν οι όποιες επιφυλάξεις μας!

Ακόμη λαχανιάζουν! Ακούσαμε αρχικά από συζητήσεις και πληροφορηθήκαμε περαιτέρω από τη σελίδα του ΑΠΟΕΛ ότι δύο Μολαΐτες, ο Παναγιώτης Αρτινιός (γνωστός και από άλλες συμμετοχές) και ο Τάσος Πριφτάκης (στην παρθενική του συμμετοχή) συμμετείχαν στην κλασική διαδρομή του Μαραθωνίου Δρόμου που διοργάνωσε ο ΣΕΓΑΣ την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007. Και οι δύο τερμάτισαν, ο πρώτος δε στην όγδοη θέση της Ελληνικής κατάταξης και ο δεύτερος πιο πίσω. Χωρίς να έχουμε καμιά γνώση και επαφή με το άθλημα, κάνουμε μόνο μία σκέψη: προσπερνάμε την όποια επίπονη προετοιμασία χρειάζεται και στεκόμαστε στην πρόκληση. 42 και κάτι χιλιόμετρα μπροστά τους και βρήκαν το κουράγιο να προσπαθήσουν επί ώρες και να τα καταφέρουν. Πόσοι από εμάς, πόσοι από αυτό το "υπέροχο χωριό" έχουμε τα …κότσια να αποδεχόμαστε προκλήσεις χωρίς το αποτέλεσμα να είναι σίγουρο; Μπράβο παιδιά. Το παράδειγμα σας δεν είναι μόνο αθλητικό. Τέτοιες προσπάθειες αποτελούν τεχνητές αναπνοές σε πρακτικές και συνειδήσεις που απλά πορεύονται νωχελικά στο χρόνο και γεμίζουν με φρέσκο αέρα τα πνευμόνια της κοινωνίας του "δε βαριέσαι".