* Μια γριά ελιά.

Μετά τις πρώτες βροχές, άρχιζε στο σπίτι ο σχετικός αναβρασμός.
Τα λιόπανα έβγαιναν δειλά – δειλά και καταλάμβαναν τις αυλές για να διαπιστωθεί αν διατήρησαν την αρτιότητά τους γλιτώνοντας από τα τρωκτικά του καλοκαιριού ή για να ξαναθυμίσουν στους νοικοκύρηδες τις διορθώσεις που μετέθεσαν τον χειμώνα για …αργότερα. Τρύπα εδώ, τρύπα ξανά, τρύπα παραπέρα. Διορθώσεις αμέτρητες. Μπάλωμα στο μπάλωμα. Το ίδιο και τα σακιά. Κάτι πάνινα από λινάτσα (που να βρεθεί τότε το νάιλον) και κάτι τεράστια που ‘μείνεσκαν’ από τ’ αλεύρια. Συναρμολόγηση με φαντασία. Μισό απ’ αυτό, μισό από ‘κείνο, ράψε στη τρύπα και κομμάτι απ’ το παλιό σεντόνι που καλύπτει ένα χρόνο τώρα όποια τρύπα φανερωθεί και οπουδήποτε, με τις περισσευάμενες σάρκες του. Χρόνια με ευρεσιτεχνίες, χρόνια με το μυαλό να βγάζει αποτέλεσμα από το πουθενά, χρόνια που το έτοιμο ήταν άγνωστο.
- Αρχίσατε;
- Μπα, νωρίς είναι ακόμη. Να μπει ο Δεκέμβρης και βλέπουμε.
Να δίνουν και να παίρνουν οι παραπάνω διάλογοι. Και οι ανυπόμονοι να πιέζουν.
- Οι …τάδε βγήκαν. Εμείς τι περιμένουμε;
- Αφού είναι άγουρες ακόμη. Να τις μαζέψω πράσινες;
Ναι αλλά δεν είχαμε μόνο τις δικές μας (ελιές). Οι συνεταιρισμοί πήγαιναν κι έρχονταν. Με τον θείο, το γείτονα, το φίλο. Μια του ενός και μια του άλλου. Εδώ που τα λέμε, τι ελιές να μαζέψεις με ένα λιόπανο, δύο λανάρια (αυτά με τις πρόκες) και τέσσερα σακιά; Τόσα είχε το κάθε σπίτι (αν τα ‘χε). Τα βάζαμε λοιπόν μαζί με του άλλου και να σου συμπληρώνονταν τα εργαλεία.

Χωρίς παιδικούς σταθμούς και τα σχετικά ‘πάρκινγκ’ για ‘μας, όλη η οικογένεια στο χωράφι. Μικροί μεγάλοι.

Πρωί – πρωί άρχιζε το πανηγύρι. Πιτσιρίκι όπως ήμουν για να αποχωρισθώ το φουστάνι της μάνας μου και να την αφήσω να ρίξει καμιά ‘σκαλιά’ μου έστρωναν ένα στράστο ή κάνα σακί, μου έριχναν και ένα κλαδί με ελιές να απασχολούμε για να βρίσκουν οι μεγάλοι την ησυχία τους και να μαζεύουν απρόσκοπτα.

Αργότερα μεγαλώνοντας άρχισα να ξεθαρρεύω. Επέκτεινα την επικράτεια μου πέρα από τα φυσικά σύνορα των χωραφιών και οριοθέτησα τα δικά μου …έως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Μέχρι εκεί ήθελα να παίζω, μέχρι εκεί να φτάσω και να ικανοποιήσω την περιέργεια μου. Χορταίνει το παιδί παιχνίδι;

Και το βράδυ στο εργοστάσιο; Αυτή η μυρουδιά, αυτό το άρωμα που δεν ξεχνιέται από το λάδι που δραπέτευε απ’ τα τσαντίλια. Το φρέσκο, το αγνό, με τα λιοκόκκια δίπλα ζεστά να καπνίζουν ακόμη. Που να τα νιώσεις αυτά στα νέας τεχνολογίας φυγοκεντρικά… ας είναι.

Τότε τα δέντρα είχαν συναίσθημα. Πως ξεχωρίζει ο βοσκός τα ζώα του; Κάπως έτσι ήταν και για ‘μας η σχέση μας με κάποια απ’ αυτά. Θυμάμαι τη μία, τη μεγάλη. Αυτή δίπλα στο καλύβι του παππού. Αυτή ήταν το καμάρι του. Κατέβαζε πάνω από δέκα σακιά τη φορά. Και το καλοκαίρι μετατρέπονταν σε κάστρο. Μαζί με τα γειτονάκια από τις διπλανές καμάρες και καλυβάκια που αυτή την εποχή έσφυζαν από ζωή σχηματίστηκε η συμμορία. Η συμμορία της τσογλαναρίας που αναζητούσε βάση. Δεν θυμάμαι ποιος τη διάλεξε αλλά όλοι συμφώνησαν. Στην μεγάλη ελιά(!), ακούσαμε και συμφωνήσαμε με μιας. Απάνω της!

Το πρώτο όταν καταλαμβάνει κάποιος κάτι, είναι να σηκώσει την παντιέρα του. Από τους Αμερικάνους στο φεγγάρι έως τον Πούτιν στο βυθό των πόλων, εμείς θα μέναμε πίσω; Πως διάβολο ανέβηκε εκεί πάνω και στέριωσε το κλαδί από την γκοριτσιά, κρέμασε τη φανέλα του σ’ αυτό για σημαία, ένας θεός ξέρει! Παρεμπιπτόντως η φανέλα δεν κατέβηκε ποτέ από ‘κει πάνω. Ούτε αυτός, ούτε κανένας άλλος δεν τόλμησε να φτάσει ξανά τόσο ψηλά στη γριά ελιά. Και αν θυμάμαι καλά, κάθε μέρα τις έτρωγε απ’ τη μάνα του που πήγε η φανέλα τζάμπα (λες και τις είχαμε πολλές).

Ανεβαίνοντας διαμορφώναμε το χώρο του καθ’ ενός σπάζοντας τα κλαδιά της. Με πουρνάρια και κορμούς από αθάνατα σχηματίστηκαν τα πρώτα μικρά πατώματα. Αν έπεφτε στα χέρια μας καμιά κλεψιμαίικη πρόκα η σχοινί τότε τα σταθεροποιούσαμε κι όλας. Να η μία πρόκα, να και μια δεύτερη και μια τρίτη… Η γριά ελιά δεν έδειχνε τον πόνο της. Είχε μια μεγάλη αγκαλιά για όλη την πιτσιρικαρία.

Εκτός απ’ τους δικούς μας κανείς δεν ήξερε για την μικρή κοινωνία πάνω της. Μας έκρυβε όλους στην αγκαλιά της. Άκουγες φωνές και δεν έβλεπες άνθρωπο. Είχαμε ‘κόψει’ πολλές φορές τη χολή στις κουτσομπόλες που έπιναν τον απογευματινό καφέ παραδίπλα.

Τα χρόνια πέρασαν και το καλύβι του παππού κατάλαβε ότι από κάποια στιγμή και μετά το αφεντικό του έφυγε για το μεγάλο ταξίδι αφού δεν ξαναείδε κόσμο. Η γριά ελιά ένιωθε κάποιους να περνούν μια φορά το χρόνο και να τη στραγγίζουν από τα παιδιά της, τους καρπούς της. Δεν τους ήξερε, δεν τους καταλάβαινε. Τα άλλα, τα δικά της παιδιά γελούσαν και ασχολούνταν μαζί της όλο το καλοκαίρι. Αυτοί μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνει και τα λιγοστά Ελληνικά τους είναι σπαστά. Εκατοντάδες χρόνια στην ίδια θέση έμαθε τη γλώσσα αλλά και την ιστορία αυτού του τόπου.

Το κτήμα πέρασε στο θείο. Πριν καιρό την επισκέφτηκα. Διάλεξα να πάω μόνος. Οι αναμνήσεις σε κάνουν ευάλωτο. Δεν ήθελα να κοκκινίσω μπροστά στους ανθρώπους μου. Ήταν η ίδια. Εγώ είχα αλλάξει. Μια ζωή δική μας, μια στιγμή γι’ αυτά τα δέντρα. Τα συναισθήματα μου με έπνιξαν. Ο κόμπος δεν έφευγε απ’ το λαιμό. Έφυγα, δεν ξέρω αν άφησα κάτι εκεί, δεν ξέρω πόσα πήρα μαζί μου.

Εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ καίγονταν όλη η Ελλάδα. Ελαιώνες στην Εύβοια και τη Ζαχάρω γίνονταν στάχτη. Οι φλόγες έτρωγαν τις σάρκες από τα’ αδέλφια της.

Άραγε το ήξερε;

13 Σχόλια από αναγνώστες:

Ανώνυμος είπε...

10 !

Ανώνυμος είπε...

Πρώτα τα καλύβια που όπως λες έμειναν μόνα τους και σε λίγο και τα δέντρα. Κάθε χρόνο και πιο δύσκολα να βρεθούν τα χέρια για τη συλλογή της ελιάς. Τελικά όλα αυτά θα καταλήξουν μόνο αναμνήσεις.

Ανώνυμος είπε...

Λόγια μέσα από την ψυχή όλων μας. Συγχαρητήρια!
Τυχερός κι εγώ, που ίσα ίσα πρόλαβα τσαντίλες, αλλά ελαιομάζωμα με κουβέντα μέχρι τ'απόγευμα, εώς ότου ήρθε κι ο ντιρλαντάς που τον ανέλαβα εγώ γιατί είχα πολλά απωθυμένα.
Χ.Ζ.
...εσύ με ξέρεις

Ανώνυμος είπε...

Δυστυχώς όλοι ζούμε από την ελιά αλλά κανείς δεν κάνει θυσίες. Αντί να βοηθάμε την ΚΑΣΕΛ να στεριώσει στα πόδια της γκρινιάζουμε για πάρτη μας και περιμένουμε από τους άλλους να τα βγάλουν πέρα. Εμείς να τα βρούμε όλα έτοιμα. Για πόσα χρόνια θα ταΐζουμε Ιταλούς και Ελαΐς με το κόπο μας;

Ανώνυμος είπε...

ti einai to kasel?

Ανώνυμος είπε...

to kasel einai ένα στρογγυλό μαύρο μεγάλο που βγαίνει το βράδυ και όποιον βρει τον ξυρίζει

Ανώνυμος είπε...

Αν νομίζεις ότι γελάσαμε με τη βλακεία που έγραψες τότε είσαι μεγάλος καραγκιόζης.Η ΚΑΣΕΛ είναι το μέλλον και η μοναδική ελπίδα των ελαιοπαραγωγών της περιοχής.
Το να είσαι άσχετος δεν είναι κακό, ρώτα για να μάθεις όπως ο προηγούμενος, το να ειρωνεύεσαι τη μοναδική σωστή και με προοπτικές αγροτική επένδυση που έγινε τα τελευταία χρόνια στην περιοχή δείχνει κόμπλεξ και εμπάθεια.

Ανώνυμος είπε...

Άντε πάλι με τα κόμπλεξ και τις εμπάθειες. Πόσο εύκολα χρησιμοποιούν κάποιοι αυτές τις λέξεις για να χαρακτηρίσουν τους δίπλα τους.

Εγώ απάντησα με χιούμορ γιατί έχω την εντύπωση ότι μας ψιλοδουλεύει. Πώς να πιστέψω ότι υπάρχει Μολαΐτης που δεν έχει ακούσει ποτέ του για τη ΚΑΣΕΛ.
Και μάλιστα τη λέει και ‘to kasel’.

Ανώνυμος είπε...

an eimai apo eksoteriko?

Ανώνυμος είπε...

ΟΚ πάω πάσο

Ανώνυμος είπε...

Ρώτησα, έμαθα και απαντώ αφού δεν το έχει κάνει άλλος έως τώρα.
Η ΚΑΣΕΛ περιληπτικά είναι ένωση των συνεταιρισμών της ευρύτερης περιοχής. Σκοπός της είναι να προωθήσει το ελαιόλαδο των παραγωγών εμφιαλωμένο.
Εμφιαλώνει και εμπορεύεται το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο που προέρχεται από τους παραγωγούς των συνεταιρισμών της περιοχής βάζοντάς τους στο παιχνίδι της επόμενης και πιο προσοδοφόρας φάσης, της εμπορίας δηλαδή του ελαιολάδου εμφιαλωμένου πλέον και όχι χύμα.
Τα προβλήματα πολλά. Ο ανταγωνισμός ισχυρός και ο δρόμος πολύ ανηφορικός.

Ανώνυμος είπε...

Είμαι παντρεμένη και ζω εκτός Λακωνίας. Εδώ δεν έχουνε ελιές. Πόσα χρόνια είχα να ακούσω να λένε λιοκόκκια. Θυμήθηκα τα νιάτα μου στα Πάκια. Αλήθεια το Δημοτικό Σχολείο τι κάνει; Είναι ακόμα όρθιο;

Ανώνυμος είπε...

Από έξω όρθιο φαίνεται. Τώρα αν έχει καμιά μεγάλη τρύπα στη στέγη δεν ξέρω. Πάντως πριν από χρόνια που είχα πάει να ψηφίσω και έβρεχε το παλεύανε με κάτι σκούπες οπότε δεν πρέπει να είναι και στα τόσο καλά του. Περισσότερα δεν ξέρω. Αλήθεια εκτός από μπλα μπλα μπορούμε να ανεβάσουμε και καμιά φωτογραφία;